ανώτερος

From Wiktionary, the free dictionary
Jump to navigation Jump to search

Greek

[edit]

Etymology

[edit]

From Ancient Greek ἀνώτερος (anṓteros). A comparative form derived from an adverb: άνω (áno, upper, over) + -τερος (-teros, comparative suffix).

Adjective

[edit]

ανώτερος (anóterosm (feminine ανώτερη or ανωτέρα, neuter ανώτερο)

  1. higher, upper (physical position)
  2. senior, superior, top (rank, social position)
  3. higher, superior, advanced (quality, qualification)

Usage notes

[edit]

Degree of comparison of nonexistent adjective.

Declension

[edit]
singular plural
masculine feminine neuter masculine feminine neuter
nominative ανώτερος (anóteros) ανώτερη (anóteri) ανώτερο (anótero) ανώτεροι (anóteroi) ανώτερες (anóteres) ανώτερα (anótera)
genitive ανώτερου (anóterou) ανώτερης (anóteris) ανώτερου (anóterou) ανώτερων (anóteron) ανώτερων (anóteron) ανώτερων (anóteron)
accusative ανώτερο (anótero) ανώτερη (anóteri) ανώτερο (anótero) ανώτερους (anóterous) ανώτερες (anóteres) ανώτερα (anótera)
vocative ανώτερε (anótere) ανώτερη (anóteri) ανώτερο (anótero) ανώτεροι (anóteroi) ανώτερες (anóteres) ανώτερα (anótera)

Notes: also masculine:   ανωτέρου, ανωτέρους, ανωτέρων
and feminine:   ανωτέρα, ανωτέρας, ανωτέρων

Antonyms

[edit]

Derived terms

[edit]
[edit]