ανώτερος
Jump to navigation
Jump to search
Greek
[edit]Etymology
[edit]From Ancient Greek ἀνώτερος (anṓteros). A comparative form derived from an adverb: άνω (áno, “upper, over”) + -τερος (-teros, “comparative suffix”).
Adjective
[edit]ανώτερος • (anóteros) m (feminine ανώτερη or ανωτέρα, neuter ανώτερο)
- higher, upper (physical position)
- senior, superior, top (rank, social position)
- higher, superior, advanced (quality, qualification)
Usage notes
[edit]Degree of comparison of nonexistent adjective.
Declension
[edit]singular | plural | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|---|
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | ||
nominative | ανώτερος (anóteros) | ανώτερη (anóteri) | ανώτερο (anótero) | ανώτεροι (anóteroi) | ανώτερες (anóteres) | ανώτερα (anótera) | |
genitive | ανώτερου (anóterou) | ανώτερης (anóteris) | ανώτερου (anóterou) | ανώτερων (anóteron) | ανώτερων (anóteron) | ανώτερων (anóteron) | |
accusative | ανώτερο (anótero) | ανώτερη (anóteri) | ανώτερο (anótero) | ανώτερους (anóterous) | ανώτερες (anóteres) | ανώτερα (anótera) | |
vocative | ανώτερε (anótere) | ανώτερη (anóteri) | ανώτερο (anótero) | ανώτεροι (anóteroi) | ανώτερες (anóteres) | ανώτερα (anótera) |
Notes: also masculine: ανωτέρου, ανωτέρους, ανωτέρων
and feminine: ανωτέρα, ανωτέρας, ανωτέρων
Antonyms
[edit]- κατώτερος (katóteros, “lower, subordinate”)
Derived terms
[edit]- εις ανώτερα (eis anótera) (expression)
Related terms
[edit]- ανώτατος (anótatos, “highest”)