ανώτατο δικαστήριο
Jump to navigation
Jump to search
Greek
[edit]Noun
[edit]ανώτατο δικαστήριο • (anótato dikastírio) n (plural ανώτατα δικαστήρια)
Declension
[edit]- see: ανώτατο (anótato) and δικαστήριο (dikastírio)
Synonyms
[edit]- Άρειος Πάγος m (Áreios Págos, “the Greek supreme court”)