ανώδυνος

From Wiktionary, the free dictionary
Jump to navigation Jump to search

Greek

[edit]

Etymology

[edit]

From Ancient Greek ἀνώδυνος (anṓdunos).

Adjective

[edit]

ανώδυνος (anódynosm (feminine ανώδυνη, neuter ανώδυνο)

  1. painless

Declension

[edit]
Declension of ανώδυνος
singular plural
masculine feminine neuter masculine feminine neuter
nominative ανώδυνος (anódynos) ανώδυνη (anódyni) ανώδυνο (anódyno) ανώδυνοι (anódynoi) ανώδυνες (anódynes) ανώδυνα (anódyna)
genitive ανώδυνου (anódynou) ανώδυνης (anódynis) ανώδυνου (anódynou) ανώδυνων (anódynon) ανώδυνων (anódynon) ανώδυνων (anódynon)
accusative ανώδυνο (anódyno) ανώδυνη (anódyni) ανώδυνο (anódyno) ανώδυνους (anódynous) ανώδυνες (anódynes) ανώδυνα (anódyna)
vocative ανώδυνε (anódyne) ανώδυνη (anódyni) ανώδυνο (anódyno) ανώδυνοι (anódynoi) ανώδυνες (anódynes) ανώδυνα (anódyna)

Derivations:
Comparative: πιο + positive forms (e.g. πιο ανώδυνος, etc.)
Relative superlative: definite article + πιο + positive forms (e.g. ο πιο ανώδυνος, etc.)