Jump to content

ανόρεχτος

From Wiktionary, the free dictionary

Greek

[edit]

Adjective

[edit]

ανόρεχτος (anórechtosm (feminine ανόρεχτη, neuter ανόρεχτο)

  1. having a lost appetite
  2. dispirited

Declension

[edit]
Declension of ανόρεχτος
singular plural
masculine feminine neuter masculine feminine neuter
nominative ανόρεχτος (anórechtos) ανόρεχτη (anórechti) ανόρεχτο (anórechto) ανόρεχτοι (anórechtoi) ανόρεχτες (anórechtes) ανόρεχτα (anórechta)
genitive ανόρεχτου (anórechtou) ανόρεχτης (anórechtis) ανόρεχτου (anórechtou) ανόρεχτων (anórechton) ανόρεχτων (anórechton) ανόρεχτων (anórechton)
accusative ανόρεχτο (anórechto) ανόρεχτη (anórechti) ανόρεχτο (anórechto) ανόρεχτους (anórechtous) ανόρεχτες (anórechtes) ανόρεχτα (anórechta)
vocative ανόρεχτε (anórechte) ανόρεχτη (anórechti) ανόρεχτο (anórechto) ανόρεχτοι (anórechtoi) ανόρεχτες (anórechtes) ανόρεχτα (anórechta)
[edit]