Jump to content

ανωμεριά

From Wiktionary, the free dictionary

Greek

[edit]

Noun

[edit]

ανωμεριά (anomeriáf (plural ανωμεριές)

  1. upper, the upper part
  2. (therefore) an upward slope

Declension

[edit]
singular plural
nominative ανωμεριά (anomeriá) ανωμεριές (anomeriés)
genitive ανωμεριάς (anomeriás) ανωμεριών (anomerión)
accusative ανωμεριά (anomeriá) ανωμεριές (anomeriés)
vocative ανωμεριά (anomeriá) ανωμεριές (anomeriés)