Jump to content

ανυφάντρια

From Wiktionary, the free dictionary

Greek

[edit]

Alternative forms

[edit]

Noun

[edit]

ανυφάντρια (anyfántriaf (plural ανυφάντριες, masculine ανυφαντής)

  1. Alternative form of υφάντρια (yfántria)

Declension

[edit]
Declension of ανυφάντρια
singular plural
nominative ανυφάντρια (anyfántria) ανυφάντριες (anyfántries)
genitive ανυφάντριας (anyfántrias) ανυφαντριών (anyfantrión)
accusative ανυφάντρια (anyfántria) ανυφάντριες (anyfántries)
vocative ανυφάντρια (anyfántria) ανυφάντριες (anyfántries)
[edit]

Further reading

[edit]