Jump to content

ανυστεροβουλία

From Wiktionary, the free dictionary

Greek

[edit]

Noun

[edit]

ανυστεροβουλία (anysterovoulíaf (uncountable)

  1. selflessness, lack of selfishness

Declension

[edit]
singular
nominative ανυστεροβουλία (anysterovoulía)
genitive ανυστεροβουλίας (anysterovoulías)
accusative ανυστεροβουλία (anysterovoulía)
vocative ανυστεροβουλία (anysterovoulía)
[edit]