ανυπόσχετος
Appearance
Greek
[edit]Adjective
[edit]ανυπόσχετος • (anypóschetos) m (feminine ανυπόσχετη, neuter ανυπόσχετο)
- with no promise, unpromising (of a person)
Declension
[edit]singular | plural | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|---|
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | ||
nominative | ανυπόσχετος (anypóschetos) | ανυπόσχετη (anypóscheti) | ανυπόσχετο (anypóscheto) | ανυπόσχετοι (anypóschetoi) | ανυπόσχετες (anypóschetes) | ανυπόσχετα (anypóscheta) | |
genitive | ανυπόσχετου (anypóschetou) | ανυπόσχετης (anypóschetis) | ανυπόσχετου (anypóschetou) | ανυπόσχετων (anypóscheton) | ανυπόσχετων (anypóscheton) | ανυπόσχετων (anypóscheton) | |
accusative | ανυπόσχετο (anypóscheto) | ανυπόσχετη (anypóscheti) | ανυπόσχετο (anypóscheto) | ανυπόσχετους (anypóschetous) | ανυπόσχετες (anypóschetes) | ανυπόσχετα (anypóscheta) | |
vocative | ανυπόσχετε (anypóschete) | ανυπόσχετη (anypóscheti) | ανυπόσχετο (anypóscheto) | ανυπόσχετοι (anypóschetoi) | ανυπόσχετες (anypóschetes) | ανυπόσχετα (anypóscheta) |
Related terms
[edit]- see: υπόσχεση f (ypóschesi, “promise”)