Jump to content

ανυπόσχετος

From Wiktionary, the free dictionary

Greek

[edit]

Adjective

[edit]

ανυπόσχετος (anypóschetosm (feminine ανυπόσχετη, neuter ανυπόσχετο)

  1. with no promise, unpromising (of a person)

Declension

[edit]
Declension of ανυπόσχετος
singular plural
masculine feminine neuter masculine feminine neuter
nominative ανυπόσχετος (anypóschetos) ανυπόσχετη (anypóscheti) ανυπόσχετο (anypóscheto) ανυπόσχετοι (anypóschetoi) ανυπόσχετες (anypóschetes) ανυπόσχετα (anypóscheta)
genitive ανυπόσχετου (anypóschetou) ανυπόσχετης (anypóschetis) ανυπόσχετου (anypóschetou) ανυπόσχετων (anypóscheton) ανυπόσχετων (anypóscheton) ανυπόσχετων (anypóscheton)
accusative ανυπόσχετο (anypóscheto) ανυπόσχετη (anypóscheti) ανυπόσχετο (anypóscheto) ανυπόσχετους (anypóschetous) ανυπόσχετες (anypóschetes) ανυπόσχετα (anypóscheta)
vocative ανυπόσχετε (anypóschete) ανυπόσχετη (anypóscheti) ανυπόσχετο (anypóscheto) ανυπόσχετοι (anypóschetoi) ανυπόσχετες (anypóschetes) ανυπόσχετα (anypóscheta)
[edit]