Jump to content

ανυπόδυτος

From Wiktionary, the free dictionary

Greek

[edit]

Adjective

[edit]

ανυπόδυτος (anypódytosm (feminine ανυπόδυτη, neuter ανυπόδυτο)

  1. Alternative form of ανυπόδητος (anypóditos)

Declension

[edit]
Declension of ανυπόδυτος
singular plural
masculine feminine neuter masculine feminine neuter
nominative ανυπόδυτος (anypódytos) ανυπόδυτη (anypódyti) ανυπόδυτο (anypódyto) ανυπόδυτοι (anypódytoi) ανυπόδυτες (anypódytes) ανυπόδυτα (anypódyta)
genitive ανυπόδυτου (anypódytou) ανυπόδυτης (anypódytis) ανυπόδυτου (anypódytou) ανυπόδυτων (anypódyton) ανυπόδυτων (anypódyton) ανυπόδυτων (anypódyton)
accusative ανυπόδυτο (anypódyto) ανυπόδυτη (anypódyti) ανυπόδυτο (anypódyto) ανυπόδυτους (anypódytous) ανυπόδυτες (anypódytes) ανυπόδυτα (anypódyta)
vocative ανυπόδυτε (anypódyte) ανυπόδυτη (anypódyti) ανυπόδυτο (anypódyto) ανυπόδυτοι (anypódytoi) ανυπόδυτες (anypódytes) ανυπόδυτα (anypódyta)