Jump to content

ανυπόγραφος

From Wiktionary, the free dictionary

Greek

[edit]

Adjective

[edit]

ανυπόγραφος (anypógrafosm (feminine ανυπόγραφη, neuter ανυπόγραφο)

  1. unsigned
    Antonym: υπογεγραμμένος (ypogegramménos)

Declension

[edit]
Declension of ανυπόγραφος
singular plural
masculine feminine neuter masculine feminine neuter
nominative ανυπόγραφος (anypógrafos) ανυπόγραφη (anypógrafi) ανυπόγραφο (anypógrafo) ανυπόγραφοι (anypógrafoi) ανυπόγραφες (anypógrafes) ανυπόγραφα (anypógrafa)
genitive ανυπόγραφου (anypógrafou) ανυπόγραφης (anypógrafis) ανυπόγραφου (anypógrafou) ανυπόγραφων (anypógrafon) ανυπόγραφων (anypógrafon) ανυπόγραφων (anypógrafon)
accusative ανυπόγραφο (anypógrafo) ανυπόγραφη (anypógrafi) ανυπόγραφο (anypógrafo) ανυπόγραφους (anypógrafous) ανυπόγραφες (anypógrafes) ανυπόγραφα (anypógrafa)
vocative ανυπόγραφε (anypógrafe) ανυπόγραφη (anypógrafi) ανυπόγραφο (anypógrafo) ανυπόγραφοι (anypógrafoi) ανυπόγραφες (anypógrafes) ανυπόγραφα (anypógrafa)
[edit]