Jump to content

αντρίκιος

From Wiktionary, the free dictionary

Greek

[edit]

Adjective

[edit]

αντρίκιος (antríkiosm (feminine αντρίκια, neuter αντρίκιο)

  1. Alternative form of αντρίκειος (antríkeios)

Declension

[edit]
Declension of αντρίκιος
singular plural
masculine feminine neuter masculine feminine neuter
nominative αντρίκιος (antríkios) αντρίκια (antríkia) αντρίκιο (antríkio) αντρίκιοι (antríkioi) αντρίκιες (antríkies) αντρίκια (antríkia)
genitive αντρίκιου (antríkiou) αντρίκιας (antríkias) αντρίκιου (antríkiou) αντρίκιων (antríkion) αντρίκιων (antríkion) αντρίκιων (antríkion)
accusative αντρίκιο (antríkio) αντρίκια (antríkia) αντρίκιο (antríkio) αντρίκιους (antríkious) αντρίκιες (antríkies) αντρίκια (antríkia)
vocative αντρίκιε (antríkie) αντρίκια (antríkia) αντρίκιο (antríkio) αντρίκιοι (antríkioi) αντρίκιες (antríkies) αντρίκια (antríkia)

Derivations:
Comparative: πιο + positive forms (e.g. πιο αντρίκιος, etc.)
Relative superlative: definite article + πιο + positive forms (e.g. ο πιο αντρίκιος, etc.)