αντιψυκτικός

From Wiktionary, the free dictionary
Jump to navigation Jump to search

Greek

[edit]

Adjective

[edit]

αντιψυκτικός (antipsyktikósm (feminine αντιψυκτική, neuter αντιψυκτικό)

  1. antifreeze

Declension

[edit]
Declension of αντιψυκτικός
singular plural
masculine feminine neuter masculine feminine neuter
nominative αντιψυκτικός (antipsyktikós) αντιψυκτική (antipsyktikí) αντιψυκτικό (antipsyktikó) αντιψυκτικοί (antipsyktikoí) αντιψυκτικές (antipsyktikés) αντιψυκτικά (antipsyktiká)
genitive αντιψυκτικού (antipsyktikoú) αντιψυκτικής (antipsyktikís) αντιψυκτικού (antipsyktikoú) αντιψυκτικών (antipsyktikón) αντιψυκτικών (antipsyktikón) αντιψυκτικών (antipsyktikón)
accusative αντιψυκτικό (antipsyktikó) αντιψυκτική (antipsyktikí) αντιψυκτικό (antipsyktikó) αντιψυκτικούς (antipsyktikoús) αντιψυκτικές (antipsyktikés) αντιψυκτικά (antipsyktiká)
vocative αντιψυκτικέ (antipsyktiké) αντιψυκτική (antipsyktikí) αντιψυκτικό (antipsyktikó) αντιψυκτικοί (antipsyktikoí) αντιψυκτικές (antipsyktikés) αντιψυκτικά (antipsyktiká)

Derivations:
Comparative: πιο + positive forms (e.g. πιο αντιψυκτικός, etc.)
Relative superlative: definite article + πιο + positive forms (e.g. ο πιο αντιψυκτικός, etc.)

[edit]

Further reading

[edit]