αντιφλογιστικός
Appearance
Greek
[edit]Adjective
[edit]αντιφλογιστικός • (antiflogistikós) m (feminine αντιφλογιστική, neuter αντιφλογιστικό)
- (medicine) antinflammatory
- Synonym: αντιφλεγμονώδης (antiflegmonódis)
Declension
[edit]singular | plural | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|---|
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | ||
nominative | αντιφλογιστικός (antiflogistikós) | αντιφλογιστική (antiflogistikí) | αντιφλογιστικό (antiflogistikó) | αντιφλογιστικοί (antiflogistikoí) | αντιφλογιστικές (antiflogistikés) | αντιφλογιστικά (antiflogistiká) | |
genitive | αντιφλογιστικού (antiflogistikoú) | αντιφλογιστικής (antiflogistikís) | αντιφλογιστικού (antiflogistikoú) | αντιφλογιστικών (antiflogistikón) | αντιφλογιστικών (antiflogistikón) | αντιφλογιστικών (antiflogistikón) | |
accusative | αντιφλογιστικό (antiflogistikó) | αντιφλογιστική (antiflogistikí) | αντιφλογιστικό (antiflogistikó) | αντιφλογιστικούς (antiflogistikoús) | αντιφλογιστικές (antiflogistikés) | αντιφλογιστικά (antiflogistiká) | |
vocative | αντιφλογιστικέ (antiflogistiké) | αντιφλογιστική (antiflogistikí) | αντιφλογιστικό (antiflogistikó) | αντιφλογιστικοί (antiflogistikoí) | αντιφλογιστικές (antiflogistikés) | αντιφλογιστικά (antiflogistiká) |