Jump to content

αντιφλογιστικός

From Wiktionary, the free dictionary

Greek

[edit]

Adjective

[edit]

αντιφλογιστικός (antiflogistikósm (feminine αντιφλογιστική, neuter αντιφλογιστικό)

  1. (medicine) antinflammatory
    Synonym: αντιφλεγμονώδης (antiflegmonódis)

Declension

[edit]
Declension of αντιφλογιστικός
singular plural
masculine feminine neuter masculine feminine neuter
nominative αντιφλογιστικός (antiflogistikós) αντιφλογιστική (antiflogistikí) αντιφλογιστικό (antiflogistikó) αντιφλογιστικοί (antiflogistikoí) αντιφλογιστικές (antiflogistikés) αντιφλογιστικά (antiflogistiká)
genitive αντιφλογιστικού (antiflogistikoú) αντιφλογιστικής (antiflogistikís) αντιφλογιστικού (antiflogistikoú) αντιφλογιστικών (antiflogistikón) αντιφλογιστικών (antiflogistikón) αντιφλογιστικών (antiflogistikón)
accusative αντιφλογιστικό (antiflogistikó) αντιφλογιστική (antiflogistikí) αντιφλογιστικό (antiflogistikó) αντιφλογιστικούς (antiflogistikoús) αντιφλογιστικές (antiflogistikés) αντιφλογιστικά (antiflogistiká)
vocative αντιφλογιστικέ (antiflogistiké) αντιφλογιστική (antiflogistikí) αντιφλογιστικό (antiflogistikó) αντιφλογιστικοί (antiflogistikoí) αντιφλογιστικές (antiflogistikés) αντιφλογιστικά (antiflogistiká)