αντιφιλοσοφικός

From Wiktionary, the free dictionary
Jump to navigation Jump to search

Greek

[edit]

Adjective

[edit]

αντιφιλοσοφικός (antifilosofikósm (feminine αντιφιλοσοφική, neuter αντιφιλοσοφικό)

  1. (philosophy) antiphilosophical

Declension

[edit]
singular plural
masculine feminine neuter masculine feminine neuter
nominative αντιφιλοσοφικός (antifilosofikós) αντιφιλοσοφική (antifilosofikí) αντιφιλοσοφικό (antifilosofikó) αντιφιλοσοφικοί (antifilosofikoí) αντιφιλοσοφικές (antifilosofikés) αντιφιλοσοφικά (antifilosofiká)
genitive αντιφιλοσοφικού (antifilosofikoú) αντιφιλοσοφικής (antifilosofikís) αντιφιλοσοφικού (antifilosofikoú) αντιφιλοσοφικών (antifilosofikón) αντιφιλοσοφικών (antifilosofikón) αντιφιλοσοφικών (antifilosofikón)
accusative αντιφιλοσοφικό (antifilosofikó) αντιφιλοσοφική (antifilosofikí) αντιφιλοσοφικό (antifilosofikó) αντιφιλοσοφικούς (antifilosofikoús) αντιφιλοσοφικές (antifilosofikés) αντιφιλοσοφικά (antifilosofiká)
vocative αντιφιλοσοφικέ (antifilosofiké) αντιφιλοσοφική (antifilosofikí) αντιφιλοσοφικό (antifilosofikó) αντιφιλοσοφικοί (antifilosofikoí) αντιφιλοσοφικές (antifilosofikés) αντιφιλοσοφικά (antifilosofiká)
[edit]