Jump to content

αντιφεμινίστρια

From Wiktionary, the free dictionary

Greek

[edit]

Noun

[edit]

αντιφεμινίστρια (antifeminístriaf (plural αντιφεμινίστριες, masculine αντιφεμινιστής)

  1. antifeminist
    Antonym: φεμινίστρια (feminístria)

Declension

[edit]
singular plural
nominative αντιφεμινίστρια (antifeminístria) αντιφεμινίστριες (antifeminístries)
genitive αντιφεμινίστριας (antifeminístrias) αντιφεμινιστριών (antifeministrión)
accusative αντιφεμινίστρια (antifeminístria) αντιφεμινίστριες (antifeminístries)
vocative αντιφεμινίστρια (antifeminístria) αντιφεμινίστριες (antifeminístries)
[edit]

Further reading

[edit]