Jump to content

αντιφασίστρια

From Wiktionary, the free dictionary

Greek

[edit]

Noun

[edit]

αντιφασίστρια (antifasístriaf (plural αντιφασίστριες, masculine αντιφασίστας)

  1. (politics) antifascist

Declension

[edit]
Declension of αντιφασίστρια
singular plural
nominative αντιφασίστρια (antifasístria) αντιφασίστριες (antifasístries)
genitive αντιφασίστριας (antifasístrias) αντιφασιστριών (antifasistrión)
accusative αντιφασίστρια (antifasístria) αντιφασίστριες (antifasístries)
vocative αντιφασίστρια (antifasístria) αντιφασίστριες (antifasístries)
[edit]