αντιτυφικός
Appearance
Greek
[edit]Adjective
[edit]αντιτυφικός • (antityfikós) m (feminine αντιτυφική, neuter αντιτυφικό)
Declension
[edit]singular | plural | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|---|
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | ||
nominative | αντιτυφικός (antityfikós) | αντιτυφική (antityfikí) | αντιτυφικό (antityfikó) | αντιτυφικοί (antityfikoí) | αντιτυφικές (antityfikés) | αντιτυφικά (antityfiká) | |
genitive | αντιτυφικού (antityfikoú) | αντιτυφικής (antityfikís) | αντιτυφικού (antityfikoú) | αντιτυφικών (antityfikón) | αντιτυφικών (antityfikón) | αντιτυφικών (antityfikón) | |
accusative | αντιτυφικό (antityfikó) | αντιτυφική (antityfikí) | αντιτυφικό (antityfikó) | αντιτυφικούς (antityfikoús) | αντιτυφικές (antityfikés) | αντιτυφικά (antityfiká) | |
vocative | αντιτυφικέ (antityfiké) | αντιτυφική (antityfikí) | αντιτυφικό (antityfikó) | αντιτυφικοί (antityfikoí) | αντιτυφικές (antityfikés) | αντιτυφικά (antityfiká) |
Related terms
[edit]- see: τυφοειδής πυρετός f (tyfoeidís pyretós, “typhoid fever”) and τύφος f (týfos, “typhus”)