Jump to content

αντιτυφικός

From Wiktionary, the free dictionary

Greek

[edit]

Adjective

[edit]

αντιτυφικός (antityfikósm (feminine αντιτυφική, neuter αντιτυφικό)

  1. (medicine) antityphoid

Declension

[edit]
Declension of αντιτυφικός
singular plural
masculine feminine neuter masculine feminine neuter
nominative αντιτυφικός (antityfikós) αντιτυφική (antityfikí) αντιτυφικό (antityfikó) αντιτυφικοί (antityfikoí) αντιτυφικές (antityfikés) αντιτυφικά (antityfiká)
genitive αντιτυφικού (antityfikoú) αντιτυφικής (antityfikís) αντιτυφικού (antityfikoú) αντιτυφικών (antityfikón) αντιτυφικών (antityfikón) αντιτυφικών (antityfikón)
accusative αντιτυφικό (antityfikó) αντιτυφική (antityfikí) αντιτυφικό (antityfikó) αντιτυφικούς (antityfikoús) αντιτυφικές (antityfikés) αντιτυφικά (antityfiká)
vocative αντιτυφικέ (antityfiké) αντιτυφική (antityfikí) αντιτυφικό (antityfikó) αντιτυφικοί (antityfikoí) αντιτυφικές (antityfikés) αντιτυφικά (antityfiká)
[edit]