Jump to content

αντιτρομοκρατικός

From Wiktionary, the free dictionary

Greek

[edit]

Adjective

[edit]

αντιτρομοκρατικός (antitromokratikósm (feminine αντιτρομοκρατική, neuter αντιτρομοκρατικό)

  1. (military, law) antiterrorism, antiterror, antiterrorist
    Antonym: τρομοκρατικός (tromokratikós)

Declension

[edit]
Declension of αντιτρομοκρατικός
singular plural
masculine feminine neuter masculine feminine neuter
nominative αντιτρομοκρατικός (antitromokratikós) αντιτρομοκρατική (antitromokratikí) αντιτρομοκρατικό (antitromokratikó) αντιτρομοκρατικοί (antitromokratikoí) αντιτρομοκρατικές (antitromokratikés) αντιτρομοκρατικά (antitromokratiká)
genitive αντιτρομοκρατικού (antitromokratikoú) αντιτρομοκρατικής (antitromokratikís) αντιτρομοκρατικού (antitromokratikoú) αντιτρομοκρατικών (antitromokratikón) αντιτρομοκρατικών (antitromokratikón) αντιτρομοκρατικών (antitromokratikón)
accusative αντιτρομοκρατικό (antitromokratikó) αντιτρομοκρατική (antitromokratikí) αντιτρομοκρατικό (antitromokratikó) αντιτρομοκρατικούς (antitromokratikoús) αντιτρομοκρατικές (antitromokratikés) αντιτρομοκρατικά (antitromokratiká)
vocative αντιτρομοκρατικέ (antitromokratiké) αντιτρομοκρατική (antitromokratikí) αντιτρομοκρατικό (antitromokratikó) αντιτρομοκρατικοί (antitromokratikoí) αντιτρομοκρατικές (antitromokratikés) αντιτρομοκρατικά (antitromokratiká)
[edit]