Jump to content

αντιτριβή

From Wiktionary, the free dictionary

Greek

[edit]

Noun

[edit]

αντιτριβή (antitrivíf (plural αντιτριβές)

  1. antifriction (mechanical resistance)
    Antonym: τριβή (triví)

Declension

[edit]
Declension of αντιτριβή
singular plural
nominative αντιτριβή (antitriví) αντιτριβές (antitrivés)
genitive αντιτριβής (antitrivís) αντιτριβών (antitrivón)
accusative αντιτριβή (antitriví) αντιτριβές (antitrivés)
vocative αντιτριβή (antitriví) αντιτριβές (antitrivés)

Further reading

[edit]