Jump to content

αντιστροφή

From Wiktionary, the free dictionary

Greek

[edit]

Noun

[edit]

αντιστροφή (antistrofíf (plural αντιστροφές)

  1. reversal
  2. (archaic, dance) a change to the opposite direction

Declension

[edit]
Declension of αντιστροφή
singular plural
nominative αντιστροφή (antistrofí) αντιστροφές (antistrofés)
genitive αντιστροφής (antistrofís) αντιστροφών (antistrofón)
accusative αντιστροφή (antistrofí) αντιστροφές (antistrofés)
vocative αντιστροφή (antistrofí) αντιστροφές (antistrofés)
[edit]

Further reading

[edit]