αντιστρατεύτηκα
Appearance
Greek
[edit]Verb
[edit]αντιστρατεύτηκα • (antistratéftika)
- first-person singular simple past passive of αντιστρατεύομαι (antistratévomai), Katharevousa form of αντιστρατεύθηκα (antistratéfthika)
αντιστρατεύτηκα • (antistratéftika)