Jump to content

αντισοσιαλιστικός

From Wiktionary, the free dictionary

Greek

[edit]

Adjective

[edit]

αντισοσιαλιστικός (antisosialistikósm (feminine αντισοσιαλιστική, neuter αντισοσιαλιστικό)

  1. (politics) antisocialist, antisocialistic
    Antonym: σοσιαλιστικός (sosialistikós)

Declension

[edit]
Declension of αντισοσιαλιστικός
singular plural
masculine feminine neuter masculine feminine neuter
nominative αντισοσιαλιστικός (antisosialistikós) αντισοσιαλιστική (antisosialistikí) αντισοσιαλιστικό (antisosialistikó) αντισοσιαλιστικοί (antisosialistikoí) αντισοσιαλιστικές (antisosialistikés) αντισοσιαλιστικά (antisosialistiká)
genitive αντισοσιαλιστικού (antisosialistikoú) αντισοσιαλιστικής (antisosialistikís) αντισοσιαλιστικού (antisosialistikoú) αντισοσιαλιστικών (antisosialistikón) αντισοσιαλιστικών (antisosialistikón) αντισοσιαλιστικών (antisosialistikón)
accusative αντισοσιαλιστικό (antisosialistikó) αντισοσιαλιστική (antisosialistikí) αντισοσιαλιστικό (antisosialistikó) αντισοσιαλιστικούς (antisosialistikoús) αντισοσιαλιστικές (antisosialistikés) αντισοσιαλιστικά (antisosialistiká)
vocative αντισοσιαλιστικέ (antisosialistiké) αντισοσιαλιστική (antisosialistikí) αντισοσιαλιστικό (antisosialistikó) αντισοσιαλιστικοί (antisosialistikoí) αντισοσιαλιστικές (antisosialistikés) αντισοσιαλιστικά (antisosialistiká)

Derivations:
Comparative: πιο + positive forms (e.g. πιο αντισοσιαλιστικός, etc.)
Relative superlative: definite article + πιο + positive forms (e.g. ο πιο αντισοσιαλιστικός, etc.)

[edit]