Jump to content

αντισοβιετικός

From Wiktionary, the free dictionary

Greek

[edit]

Etymology

[edit]

αντι- (anti-) +‎ σοβιετικός (sovietikós)

Adjective

[edit]

αντισοβιετικός (antisovietikósm (feminine αντισοβιετική, neuter αντισοβιετικό)

  1. antisoviet

Declension

[edit]
Declension of αντισοβιετικός
singular plural
masculine feminine neuter masculine feminine neuter
nominative αντισοβιετικός (antisovietikós) αντισοβιετική (antisovietikí) αντισοβιετικό (antisovietikó) αντισοβιετικοί (antisovietikoí) αντισοβιετικές (antisovietikés) αντισοβιετικά (antisovietiká)
genitive αντισοβιετικού (antisovietikoú) αντισοβιετικής (antisovietikís) αντισοβιετικού (antisovietikoú) αντισοβιετικών (antisovietikón) αντισοβιετικών (antisovietikón) αντισοβιετικών (antisovietikón)
accusative αντισοβιετικό (antisovietikó) αντισοβιετική (antisovietikí) αντισοβιετικό (antisovietikó) αντισοβιετικούς (antisovietikoús) αντισοβιετικές (antisovietikés) αντισοβιετικά (antisovietiká)
vocative αντισοβιετικέ (antisovietiké) αντισοβιετική (antisovietikí) αντισοβιετικό (antisovietikó) αντισοβιετικοί (antisovietikoí) αντισοβιετικές (antisovietikés) αντισοβιετικά (antisovietiká)
[edit]