Jump to content

αντισκορβουτικός

From Wiktionary, the free dictionary

Greek

[edit]

Adjective

[edit]

αντισκορβουτικός (antiskorvoutikósm (feminine αντισκορβουτική, neuter αντισκορβουτικό)

  1. (medicine) antiscorbutic

Declension

[edit]
Declension of αντισκορβουτικός
singular plural
masculine feminine neuter masculine feminine neuter
nominative αντισκορβουτικός (antiskorvoutikós) αντισκορβουτική (antiskorvoutikí) αντισκορβουτικό (antiskorvoutikó) αντισκορβουτικοί (antiskorvoutikoí) αντισκορβουτικές (antiskorvoutikés) αντισκορβουτικά (antiskorvoutiká)
genitive αντισκορβουτικού (antiskorvoutikoú) αντισκορβουτικής (antiskorvoutikís) αντισκορβουτικού (antiskorvoutikoú) αντισκορβουτικών (antiskorvoutikón) αντισκορβουτικών (antiskorvoutikón) αντισκορβουτικών (antiskorvoutikón)
accusative αντισκορβουτικό (antiskorvoutikó) αντισκορβουτική (antiskorvoutikí) αντισκορβουτικό (antiskorvoutikó) αντισκορβουτικούς (antiskorvoutikoús) αντισκορβουτικές (antiskorvoutikés) αντισκορβουτικά (antiskorvoutiká)
vocative αντισκορβουτικέ (antiskorvoutiké) αντισκορβουτική (antiskorvoutikí) αντισκορβουτικό (antiskorvoutikó) αντισκορβουτικοί (antiskorvoutikoí) αντισκορβουτικές (antiskorvoutikés) αντισκορβουτικά (antiskorvoutiká)

Coordinate terms

[edit]
[edit]