Jump to content

αντισήκωμα

From Wiktionary, the free dictionary

Greek

[edit]

Noun

[edit]

αντισήκωμα (antisíkoman (plural αντισηκώματα)

  1. (obsolete) compensation
  2. (archaic) scutage

Declension

[edit]
Declension of αντισήκωμα
singular plural
nominative αντισήκωμα (antisíkoma) αντισηκώματα (antisikómata)
genitive αντισηκώματος (antisikómatos) αντισηκωμάτων (antisikomáton)
accusative αντισήκωμα (antisíkoma) αντισηκώματα (antisikómata)
vocative αντισήκωμα (antisíkoma) αντισηκώματα (antisikómata)