Jump to content

αντιρευματικός

From Wiktionary, the free dictionary

Greek

[edit]

Alternative forms

[edit]

Etymology

[edit]

αντι- (anti-) +‎ ρευματικός (revmatikós)

Adjective

[edit]

αντιρευματικός (antirevmatikósm (feminine αντιρευματική, neuter αντιρευματικό)

  1. (medicine, pharmacology) antirheumatic

Declension

[edit]
Declension of αντιρευματικός
singular plural
masculine feminine neuter masculine feminine neuter
nominative αντιρευματικός (antirevmatikós) αντιρευματική (antirevmatikí) αντιρευματικό (antirevmatikó) αντιρευματικοί (antirevmatikoí) αντιρευματικές (antirevmatikés) αντιρευματικά (antirevmatiká)
genitive αντιρευματικού (antirevmatikoú) αντιρευματικής (antirevmatikís) αντιρευματικού (antirevmatikoú) αντιρευματικών (antirevmatikón) αντιρευματικών (antirevmatikón) αντιρευματικών (antirevmatikón)
accusative αντιρευματικό (antirevmatikó) αντιρευματική (antirevmatikí) αντιρευματικό (antirevmatikó) αντιρευματικούς (antirevmatikoús) αντιρευματικές (antirevmatikés) αντιρευματικά (antirevmatiká)
vocative αντιρευματικέ (antirevmatiké) αντιρευματική (antirevmatikí) αντιρευματικό (antirevmatikó) αντιρευματικοί (antirevmatikoí) αντιρευματικές (antirevmatikés) αντιρευματικά (antirevmatiká)
[edit]