Jump to content

αντιποίηση

From Wiktionary, the free dictionary

Greek

[edit]

Noun

[edit]

αντιποίηση (antipoíisif (plural αντιποιήσεις)

  1. (law) usurpation, misappropriation, encroachment
    Synonym: σφετερισμός (sfeterismós)
  2. false pretense

Declension

[edit]
Declension of αντιποίηση
singular plural
nominative αντιποίηση (antipoíisi) αντιποιήσεις (antipoiíseis)
genitive αντιποίησης (antipoíisis) αντιποιήσεων (antipoiíseon)
accusative αντιποίηση (antipoíisi) αντιποιήσεις (antipoiíseis)
vocative αντιποίηση (antipoíisi) αντιποιήσεις (antipoiíseis)

Older or formal genitive singular: αντιποιήσεως (antipoiíseos)

[edit]