αντιπηκτικός
Appearance
Greek
[edit]Adjective
[edit]αντιπηκτικός • (antipiktikós) m (feminine αντιπηκτική, neuter αντιπηκτικό)
- (medicine) anticoagulant, anticoagulating
- Synonym: αντιθρομβωτικός (antithromvotikós)
- antifreeze
Declension
[edit]singular | plural | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|---|
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | ||
nominative | αντιπηκτικός (antipiktikós) | αντιπηκτική (antipiktikí) | αντιπηκτικό (antipiktikó) | αντιπηκτικοί (antipiktikoí) | αντιπηκτικές (antipiktikés) | αντιπηκτικά (antipiktiká) | |
genitive | αντιπηκτικού (antipiktikoú) | αντιπηκτικής (antipiktikís) | αντιπηκτικού (antipiktikoú) | αντιπηκτικών (antipiktikón) | αντιπηκτικών (antipiktikón) | αντιπηκτικών (antipiktikón) | |
accusative | αντιπηκτικό (antipiktikó) | αντιπηκτική (antipiktikí) | αντιπηκτικό (antipiktikó) | αντιπηκτικούς (antipiktikoús) | αντιπηκτικές (antipiktikés) | αντιπηκτικά (antipiktiká) | |
vocative | αντιπηκτικέ (antipiktiké) | αντιπηκτική (antipiktikí) | αντιπηκτικό (antipiktikó) | αντιπηκτικοί (antipiktikoí) | αντιπηκτικές (antipiktikés) | αντιπηκτικά (antipiktiká) |