Jump to content

αντιπαροχή

From Wiktionary, the free dictionary

Greek

[edit]

Noun

[edit]

αντιπαροχή (antiparochíf (plural αντιπαροχές)

  1. (business) exchange, compensation, recompense, consideration
    εις αντιπαροχήeis antiparochíin exchange
  2. (construction) exchange
    ο θεσμός της αντιπαροχήo thesmós tis antiparochíinstitution of exchange (a law in Greece)

Declension

[edit]
Declension of αντιπαροχή
singular plural
nominative αντιπαροχή (antiparochí) αντιπαροχές (antiparochés)
genitive αντιπαροχής (antiparochís) αντιπαροχών (antiparochón)
accusative αντιπαροχή (antiparochí) αντιπαροχές (antiparochés)
vocative αντιπαροχή (antiparochí) αντιπαροχές (antiparochés)

Further reading

[edit]