αντιπαρατίθεμαι
Appearance
Greek
[edit]Verb
[edit]αντιπαρατίθεμαι • (antiparatíthemai) passive (past αντιπαρατέθηκα, active αντιπαραθέτω)
- passive of αντιπαραθέτω (antiparathéto)
Conjugation
[edit]- see this verb's full conjugation at: αντιπαραθέτω (antiparathéto)