αντιπαραθέτω
Appearance
Greek
[edit]Verb
[edit]αντιπαραθέτω • (antiparathéto) (past αντιπαρέθεσα/αντιπαράθεσα, passive αντιπαρατίθεμαι)
- to juxtapose, compare
- Synonym: αντιπαραβάλλω (antiparavállo)
Conjugation
[edit]This verb needs an inflection-table template.
Related terms
[edit]- αντιπαράθεση f (antiparáthesi, “confrontation”)
- αντιπαραθετικός (antiparathetikós, “juxtaposed”, adjective)