Jump to content

αντιπαρασιτικός

From Wiktionary, the free dictionary

Greek

[edit]

Adjective

[edit]

αντιπαρασιτικός (antiparasitikósm (feminine αντιπαρασιτική, neuter αντιπαρασιτικό)

  1. antiparasitic

Declension

[edit]
Declension of αντιπαρασιτικός
singular plural
masculine feminine neuter masculine feminine neuter
nominative αντιπαρασιτικός (antiparasitikós) αντιπαρασιτική (antiparasitikí) αντιπαρασιτικό (antiparasitikó) αντιπαρασιτικοί (antiparasitikoí) αντιπαρασιτικές (antiparasitikés) αντιπαρασιτικά (antiparasitiká)
genitive αντιπαρασιτικού (antiparasitikoú) αντιπαρασιτικής (antiparasitikís) αντιπαρασιτικού (antiparasitikoú) αντιπαρασιτικών (antiparasitikón) αντιπαρασιτικών (antiparasitikón) αντιπαρασιτικών (antiparasitikón)
accusative αντιπαρασιτικό (antiparasitikó) αντιπαρασιτική (antiparasitikí) αντιπαρασιτικό (antiparasitikó) αντιπαρασιτικούς (antiparasitikoús) αντιπαρασιτικές (antiparasitikés) αντιπαρασιτικά (antiparasitiká)
vocative αντιπαρασιτικέ (antiparasitiké) αντιπαρασιτική (antiparasitikí) αντιπαρασιτικό (antiparasitikó) αντιπαρασιτικοί (antiparasitikoí) αντιπαρασιτικές (antiparasitikés) αντιπαρασιτικά (antiparasitiká)

Derivations:
Comparative: πιο + positive forms (e.g. πιο αντιπαρασιτικός, etc.)
Relative superlative: definite article + πιο + positive forms (e.g. ο πιο αντιπαρασιτικός, etc.)

[edit]