Jump to content

αντιπαράδειγμα

From Wiktionary, the free dictionary

Greek

[edit]

Etymology

[edit]

From αντι- (anti-) +‎ παράδειγμα (parádeigma).

Pronunciation

[edit]
  • IPA(key): /an.di.paˈɾa.ðiɣ.ma/
  • Hyphenation: αν‧τι‧πα‧ρά‧δειγ‧μα

Noun

[edit]

αντιπαράδειγμα (antiparádeigman (plural αντιπαραδείγματα)

  1. counterexample

Declension

[edit]
Declension of αντιπαράδειγμα
singular plural
nominative αντιπαράδειγμα (antiparádeigma) αντιπαραδείγματα (antiparadeígmata)
genitive αντιπαραδείγματος (antiparadeígmatos) αντιπαραδειγμάτων (antiparadeigmáton)
accusative αντιπαράδειγμα (antiparádeigma) αντιπαραδείγματα (antiparadeígmata)
vocative αντιπαράδειγμα (antiparádeigma) αντιπαραδείγματα (antiparadeígmata)