αντιπαιδαγωγικός
Jump to navigation
Jump to search
Greek
[edit]Adjective
[edit]αντιπαιδαγωγικός • (antipaidagogikós) m (feminine αντιπαιδαγωγική, neuter αντιπαιδαγωγικό)
- unpedagogical, unpedagogic
- Antonym: παιδαγωγικός (paidagogikós)
Declension
[edit]singular | plural | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|---|
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | ||
nominative | αντιπαιδαγωγικός (antipaidagogikós) | αντιπαιδαγωγική (antipaidagogikí) | αντιπαιδαγωγικό (antipaidagogikó) | αντιπαιδαγωγικοί (antipaidagogikoí) | αντιπαιδαγωγικές (antipaidagogikés) | αντιπαιδαγωγικά (antipaidagogiká) | |
genitive | αντιπαιδαγωγικού (antipaidagogikoú) | αντιπαιδαγωγικής (antipaidagogikís) | αντιπαιδαγωγικού (antipaidagogikoú) | αντιπαιδαγωγικών (antipaidagogikón) | αντιπαιδαγωγικών (antipaidagogikón) | αντιπαιδαγωγικών (antipaidagogikón) | |
accusative | αντιπαιδαγωγικό (antipaidagogikó) | αντιπαιδαγωγική (antipaidagogikí) | αντιπαιδαγωγικό (antipaidagogikó) | αντιπαιδαγωγικούς (antipaidagogikoús) | αντιπαιδαγωγικές (antipaidagogikés) | αντιπαιδαγωγικά (antipaidagogiká) | |
vocative | αντιπαιδαγωγικέ (antipaidagogiké) | αντιπαιδαγωγική (antipaidagogikí) | αντιπαιδαγωγικό (antipaidagogikó) | αντιπαιδαγωγικοί (antipaidagogikoí) | αντιπαιδαγωγικές (antipaidagogikés) | αντιπαιδαγωγικά (antipaidagogiká) |
Derivations:
Comparative: πιο + positive forms (e.g. πιο αντιπαιδαγωγικός, etc.)
Relative superlative: definite article + πιο + positive forms (e.g. ο πιο αντιπαιδαγωγικός, etc.)
Related terms
[edit]- see: παιδεία f (paideía, “education, instruction”)