αντιπαιδαγωγικός

From Wiktionary, the free dictionary
Jump to navigation Jump to search

Greek

[edit]

Adjective

[edit]

αντιπαιδαγωγικός (antipaidagogikósm (feminine αντιπαιδαγωγική, neuter αντιπαιδαγωγικό)

  1. unpedagogical, unpedagogic
    Antonym: παιδαγωγικός (paidagogikós)

Declension

[edit]
singular plural
masculine feminine neuter masculine feminine neuter
nominative αντιπαιδαγωγικός (antipaidagogikós) αντιπαιδαγωγική (antipaidagogikí) αντιπαιδαγωγικό (antipaidagogikó) αντιπαιδαγωγικοί (antipaidagogikoí) αντιπαιδαγωγικές (antipaidagogikés) αντιπαιδαγωγικά (antipaidagogiká)
genitive αντιπαιδαγωγικού (antipaidagogikoú) αντιπαιδαγωγικής (antipaidagogikís) αντιπαιδαγωγικού (antipaidagogikoú) αντιπαιδαγωγικών (antipaidagogikón) αντιπαιδαγωγικών (antipaidagogikón) αντιπαιδαγωγικών (antipaidagogikón)
accusative αντιπαιδαγωγικό (antipaidagogikó) αντιπαιδαγωγική (antipaidagogikí) αντιπαιδαγωγικό (antipaidagogikó) αντιπαιδαγωγικούς (antipaidagogikoús) αντιπαιδαγωγικές (antipaidagogikés) αντιπαιδαγωγικά (antipaidagogiká)
vocative αντιπαιδαγωγικέ (antipaidagogiké) αντιπαιδαγωγική (antipaidagogikí) αντιπαιδαγωγικό (antipaidagogikó) αντιπαιδαγωγικοί (antipaidagogikoí) αντιπαιδαγωγικές (antipaidagogikés) αντιπαιδαγωγικά (antipaidagogiká)

Derivations:
Comparative: πιο + positive forms (e.g. πιο αντιπαιδαγωγικός, etc.)
Relative superlative: definite article + πιο + positive forms (e.g. ο πιο αντιπαιδαγωγικός, etc.)

[edit]