Jump to content

αντιοικονομικός

From Wiktionary, the free dictionary

Greek

[edit]

Adjective

[edit]

αντιοικονομικός (antioikonomikósm (feminine αντιοικονομική, neuter αντιοικονομικό)

  1. uneconomical, uneconomic
    Antonym: οικονομικός (oikonomikós)

Declension

[edit]
Declension of αντιοικονομικός
singular plural
masculine feminine neuter masculine feminine neuter
nominative αντιοικονομικός (antioikonomikós) αντιοικονομική (antioikonomikí) αντιοικονομικό (antioikonomikó) αντιοικονομικοί (antioikonomikoí) αντιοικονομικές (antioikonomikés) αντιοικονομικά (antioikonomiká)
genitive αντιοικονομικού (antioikonomikoú) αντιοικονομικής (antioikonomikís) αντιοικονομικού (antioikonomikoú) αντιοικονομικών (antioikonomikón) αντιοικονομικών (antioikonomikón) αντιοικονομικών (antioikonomikón)
accusative αντιοικονομικό (antioikonomikó) αντιοικονομική (antioikonomikí) αντιοικονομικό (antioikonomikó) αντιοικονομικούς (antioikonomikoús) αντιοικονομικές (antioikonomikés) αντιοικονομικά (antioikonomiká)
vocative αντιοικονομικέ (antioikonomiké) αντιοικονομική (antioikonomikí) αντιοικονομικό (antioikonomikó) αντιοικονομικοί (antioikonomikoí) αντιοικονομικές (antioikonomikés) αντιοικονομικά (antioikonomiká)
[edit]