Jump to content

αντινεφικός

From Wiktionary, the free dictionary

Greek

[edit]

Adjective

[edit]

αντινεφικός (antinefikósm (feminine αντινεφική, neuter αντινεφικό)

  1. antismog, cloud preventing

Declension

[edit]
Declension of αντινεφικός
singular plural
masculine feminine neuter masculine feminine neuter
nominative αντινεφικός (antinefikós) αντινεφική (antinefikí) αντινεφικό (antinefikó) αντινεφικοί (antinefikoí) αντινεφικές (antinefikés) αντινεφικά (antinefiká)
genitive αντινεφικού (antinefikoú) αντινεφικής (antinefikís) αντινεφικού (antinefikoú) αντινεφικών (antinefikón) αντινεφικών (antinefikón) αντινεφικών (antinefikón)
accusative αντινεφικό (antinefikó) αντινεφική (antinefikí) αντινεφικό (antinefikó) αντινεφικούς (antinefikoús) αντινεφικές (antinefikés) αντινεφικά (antinefiká)
vocative αντινεφικέ (antinefiké) αντινεφική (antinefikí) αντινεφικό (antinefikó) αντινεφικοί (antinefikoí) αντινεφικές (antinefikés) αντινεφικά (antinefiká)
[edit]