αντιμολία
Jump to navigation
Jump to search
Greek
[edit]Noun
[edit]αντιμολία • (antimolía) f (uncountable)
Declension
[edit] αντιμολία
case \ number | singular |
---|---|
nominative | αντιμολία • |
genitive | αντιμολίας • |
accusative | αντιμολία • |
vocative | αντιμολία • |