αντιμετωπίστηκα
Appearance
Greek
[edit]Pronunciation
[edit]Verb
[edit]αντιμετωπίστηκα • (antimetopístika)
- first-person singular simple past of αντιμετωπίζομαι (antimetopízomai), the passive of αντιμετωπίζω (antimetopízo)
αντιμετωπίστηκα • (antimetopístika)