αντιμεταρρύθμιση
Appearance
Greek
[edit]Noun
[edit]αντιμεταρρύθμιση • (antimetarrýthmisi) f (plural αντιμεταρρυθμίσεις)
- (religion, capitalized) the Counter-Reformation
- Antonym: μεταρρύθμιση (metarrýthmisi)
Declension
[edit]singular | plural | |
---|---|---|
nominative | αντιμεταρρύθμιση (antimetarrýthmisi) | αντιμεταρρυθμίσεις (antimetarrythmíseis) |
genitive | αντιμεταρρύθμισης (antimetarrýthmisis) | αντιμεταρρυθμίσεων (antimetarrythmíseon) |
accusative | αντιμεταρρύθμιση (antimetarrýthmisi) | αντιμεταρρυθμίσεις (antimetarrythmíseis) |
vocative | αντιμεταρρύθμιση (antimetarrýthmisi) | αντιμεταρρυθμίσεις (antimetarrythmíseis) |
Older or formal genitive singular: αντιμεταρρυθμίσεως (antimetarrythmíseos)
Further reading
[edit]- αντιμεταρρύθμιση on the Greek Wikipedia.Wikipedia el