Jump to content

αντιμαχία

From Wiktionary, the free dictionary

Greek

[edit]

Noun

[edit]

αντιμαχία (antimachíaf (plural αντιμαχίες)

  1. (literary) opposition, conflict

Declension

[edit]
singular plural
nominative αντιμαχία (antimachía) αντιμαχίες (antimachíes)
genitive αντιμαχίας (antimachías) αντιμαχιών (antimachión)
accusative αντιμαχία (antimachía) αντιμαχίες (antimachíes)
vocative αντιμαχία (antimachía) αντιμαχίες (antimachíes)
[edit]