αντιμαγνητικός
Jump to navigation
Jump to search
Greek
[edit]Adjective
[edit]αντιμαγνητικός • (antimagnitikós) m (feminine αντιμαγνητική, neuter αντιμαγνητικό)
- nonmagnetic, antimagnetic
- Antonym: μαγνητικός (magnitikós)
Declension
[edit]Declension of αντιμαγνητικός
number case \ gender |
singular | plural | ||||
---|---|---|---|---|---|---|
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | |
nominative | αντιμαγνητικός • | αντιμαγνητική • | αντιμαγνητικό • | αντιμαγνητικοί • | αντιμαγνητικές • | αντιμαγνητικά • |
genitive | αντιμαγνητικού • | αντιμαγνητικής • | αντιμαγνητικού • | αντιμαγνητικών • | αντιμαγνητικών • | αντιμαγνητικών • |
accusative | αντιμαγνητικό • | αντιμαγνητική • | αντιμαγνητικό • | αντιμαγνητικούς • | αντιμαγνητικές • | αντιμαγνητικά • |
vocative | αντιμαγνητικέ • | αντιμαγνητική • | αντιμαγνητικό • | αντιμαγνητικοί • | αντιμαγνητικές • | αντιμαγνητικά • |