Jump to content

αντιμαγνητικός

From Wiktionary, the free dictionary

Greek

[edit]

Adjective

[edit]

αντιμαγνητικός (antimagnitikósm (feminine αντιμαγνητική, neuter αντιμαγνητικό)

  1. nonmagnetic, antimagnetic
    Antonym: μαγνητικός (magnitikós)

Declension

[edit]
Declension of αντιμαγνητικός
singular plural
masculine feminine neuter masculine feminine neuter
nominative αντιμαγνητικός (antimagnitikós) αντιμαγνητική (antimagnitikí) αντιμαγνητικό (antimagnitikó) αντιμαγνητικοί (antimagnitikoí) αντιμαγνητικές (antimagnitikés) αντιμαγνητικά (antimagnitiká)
genitive αντιμαγνητικού (antimagnitikoú) αντιμαγνητικής (antimagnitikís) αντιμαγνητικού (antimagnitikoú) αντιμαγνητικών (antimagnitikón) αντιμαγνητικών (antimagnitikón) αντιμαγνητικών (antimagnitikón)
accusative αντιμαγνητικό (antimagnitikó) αντιμαγνητική (antimagnitikí) αντιμαγνητικό (antimagnitikó) αντιμαγνητικούς (antimagnitikoús) αντιμαγνητικές (antimagnitikés) αντιμαγνητικά (antimagnitiká)
vocative αντιμαγνητικέ (antimagnitiké) αντιμαγνητική (antimagnitikí) αντιμαγνητικό (antimagnitikó) αντιμαγνητικοί (antimagnitikoí) αντιμαγνητικές (antimagnitikés) αντιμαγνητικά (antimagnitiká)