αντιλογισμός
Jump to navigation
Jump to search
Greek
[edit]Noun
[edit]αντιλογισμός • (antilogismós) f (plural αντιλογίσεις)
- Alternative form of αντιλόγιση (antilógisi)
Declension
[edit]Declension of αντιλογισμός
singular | plural | |
---|---|---|
nominative | αντιλογισμός • | αντιλογισμοί • |
genitive | αντιλογισμού • | αντιλογισμών • |
accusative | αντιλογισμό • | αντιλογισμούς • |
vocative | αντιλογισμέ • | αντιλογισμοί • |