Jump to content

αντιληπτός

From Wiktionary, the free dictionary

Greek

[edit]

Adjective

[edit]

αντιληπτός (antiliptósm (feminine αντιληπτή, neuter αντιληπτό)

  1. perceived, perceptible
  2. understood, comprehensible

Declension

[edit]
Declension of αντιληπτός
singular plural
masculine feminine neuter masculine feminine neuter
nominative αντιληπτός (antiliptós) αντιληπτή (antiliptí) αντιληπτό (antiliptó) αντιληπτοί (antiliptoí) αντιληπτές (antiliptés) αντιληπτά (antiliptá)
genitive αντιληπτού (antiliptoú) αντιληπτής (antiliptís) αντιληπτού (antiliptoú) αντιληπτών (antiliptón) αντιληπτών (antiliptón) αντιληπτών (antiliptón)
accusative αντιληπτό (antiliptó) αντιληπτή (antiliptí) αντιληπτό (antiliptó) αντιληπτούς (antiliptoús) αντιληπτές (antiliptés) αντιληπτά (antiliptá)
vocative αντιληπτέ (antilipté) αντιληπτή (antiliptí) αντιληπτό (antiliptó) αντιληπτοί (antiliptoí) αντιληπτές (antiliptés) αντιληπτά (antiliptá)
[edit]