αντιληπτός
Appearance
Greek
[edit]Adjective
[edit]αντιληπτός • (antiliptós) m (feminine αντιληπτή, neuter αντιληπτό)
Declension
[edit]singular | plural | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|---|
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | ||
nominative | αντιληπτός (antiliptós) | αντιληπτή (antiliptí) | αντιληπτό (antiliptó) | αντιληπτοί (antiliptoí) | αντιληπτές (antiliptés) | αντιληπτά (antiliptá) | |
genitive | αντιληπτού (antiliptoú) | αντιληπτής (antiliptís) | αντιληπτού (antiliptoú) | αντιληπτών (antiliptón) | αντιληπτών (antiliptón) | αντιληπτών (antiliptón) | |
accusative | αντιληπτό (antiliptó) | αντιληπτή (antiliptí) | αντιληπτό (antiliptó) | αντιληπτούς (antiliptoús) | αντιληπτές (antiliptés) | αντιληπτά (antiliptá) | |
vocative | αντιληπτέ (antilipté) | αντιληπτή (antiliptí) | αντιληπτό (antiliptó) | αντιληπτοί (antiliptoí) | αντιληπτές (antiliptés) | αντιληπτά (antiliptá) |
Related terms
[edit]- see: αντίληψη f (antílipsi, “perception”)