Jump to content

αντιληπτικότητα

From Wiktionary, the free dictionary

Greek

[edit]

Noun

[edit]

αντιληπτικότητα (antiliptikótitaf (uncountable)

  1. perceptiveness

Declension

[edit]
Declension of αντιληπτικότητα
singular
nominative αντιληπτικότητα (antiliptikótita)
genitive αντιληπτικότητας (antiliptikótitas)
accusative αντιληπτικότητα (antiliptikótita)
vocative αντιληπτικότητα (antiliptikótita)
[edit]