Jump to content

αντικρύστρια

From Wiktionary, the free dictionary

Greek

[edit]

Noun

[edit]

αντικρύστρια (antikrýstriaf (plural αντικρύστριες, masculine αντικρυστής)

  1. Alternative form of αντικρίστρια (antikrístria)

Declension

[edit]
Declension of αντικρύστρια
singular plural
nominative αντικρύστρια (antikrýstria) αντικρύστριες (antikrýstries)
genitive αντικρύστριας (antikrýstrias) αντικρυστριών (antikrystrión)
accusative αντικρύστρια (antikrýstria) αντικρύστριες (antikrýstries)
vocative αντικρύστρια (antikrýstria) αντικρύστριες (antikrýstries)