αντικρύστρια
Appearance
Greek
[edit]Noun
[edit]αντικρύστρια • (antikrýstria) f (plural αντικρύστριες, masculine αντικρυστής)
- Alternative form of αντικρίστρια (antikrístria)
Declension
[edit]singular | plural | |
---|---|---|
nominative | αντικρύστρια (antikrýstria) | αντικρύστριες (antikrýstries) |
genitive | αντικρύστριας (antikrýstrias) | αντικρυστριών (antikrystrión) |
accusative | αντικρύστρια (antikrýstria) | αντικρύστριες (antikrýstries) |
vocative | αντικρύστρια (antikrýstria) | αντικρύστριες (antikrýstries) |