αντικρινός
Jump to navigation
Jump to search
Greek
[edit]Adjective
[edit]αντικρινός • (antikrinós) m (feminine αντικρινή, neuter αντικρινό)
- opposite, facing, across from
- Synonym: αντίθετος (antíthetos)
- (noun) (the) opposite
Declension
[edit]Declension of αντικρινός
number case \ gender |
singular | plural | ||||
---|---|---|---|---|---|---|
masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | |
nominative | αντικρινός • | αντικρινή • | αντικρινό • | αντικρινοί • | αντικρινές • | αντικρινά • |
genitive | αντικρινού • | αντικρινής • | αντικρινού • | αντικρινών • | αντικρινών • | αντικρινών • |
accusative | αντικρινό • | αντικρινή • | αντικρινό • | αντικρινούς • | αντικρινές • | αντικρινά • |
vocative | αντικρινέ • | αντικρινή • | αντικρινό • | αντικρινοί • | αντικρινές • | αντικρινά • |
Related terms
[edit]- see: αντικριστός (antikristós, “facing, opposite”, adjective)
See also
[edit]- απέναντι (apénanti, “opposite”, adv, prep)