Jump to content

αντικομφορμιστικός

From Wiktionary, the free dictionary

Greek

[edit]

Adjective

[edit]

αντικομφορμιστικός (antikomformistikósm (feminine αντικομφορμιστική, neuter αντικομφορμιστικό)

  1. nonconformist, nonconforming

Declension

[edit]
Declension of αντικομφορμιστικός
singular plural
masculine feminine neuter masculine feminine neuter
nominative αντικομφορμιστικός (antikomformistikós) αντικομφορμιστική (antikomformistikí) αντικομφορμιστικό (antikomformistikó) αντικομφορμιστικοί (antikomformistikoí) αντικομφορμιστικές (antikomformistikés) αντικομφορμιστικά (antikomformistiká)
genitive αντικομφορμιστικού (antikomformistikoú) αντικομφορμιστικής (antikomformistikís) αντικομφορμιστικού (antikomformistikoú) αντικομφορμιστικών (antikomformistikón) αντικομφορμιστικών (antikomformistikón) αντικομφορμιστικών (antikomformistikón)
accusative αντικομφορμιστικό (antikomformistikó) αντικομφορμιστική (antikomformistikí) αντικομφορμιστικό (antikomformistikó) αντικομφορμιστικούς (antikomformistikoús) αντικομφορμιστικές (antikomformistikés) αντικομφορμιστικά (antikomformistiká)
vocative αντικομφορμιστικέ (antikomformistiké) αντικομφορμιστική (antikomformistikí) αντικομφορμιστικό (antikomformistikó) αντικομφορμιστικοί (antikomformistikoí) αντικομφορμιστικές (antikomformistikés) αντικομφορμιστικά (antikomformistiká)
[edit]