Jump to content

αντικομμουνίστρια

From Wiktionary, the free dictionary

Greek

[edit]

Alternative forms

[edit]

Noun

[edit]

αντικομμουνίστρια (antikommounístriaf (plural αντικομμουνίστριες, masculine αντικομμουνιστής)

  1. (politics, philosophy) anticommunist
    Antonym: κομμουνίστρια (kommounístria)

Declension

[edit]
Declension of αντικομμουνίστρια
singular plural
nominative αντικομμουνίστρια (antikommounístria) αντικομμουνίστριες (antikommounístries)
genitive αντικομμουνίστριας (antikommounístrias) αντικομμουνιστριών (antikommounistrión)
accusative αντικομμουνίστρια (antikommounístria) αντικομμουνίστριες (antikommounístries)
vocative αντικομμουνίστρια (antikommounístria) αντικομμουνίστριες (antikommounístries)
[edit]