αντικοινωνικότητα
Appearance
Greek
[edit]Pronunciation
[edit]Noun
[edit]αντικοινωνικότητα • (antikoinonikótita) f (plural αντικοινωνικότητες) usually in the singular
Declension
[edit]singular | plural | |
---|---|---|
nominative | αντικοινωνικότητα (antikoinonikótita) | αντικοινωνικότητες (antikoinonikótites) |
genitive | αντικοινωνικότητας (antikoinonikótitas) | αντικοινωνικοτήτων (antikoinonikotíton) |
accusative | αντικοινωνικότητα (antikoinonikótita) | αντικοινωνικότητες (antikoinonikótites) |
vocative | αντικοινωνικότητα (antikoinonikótita) | αντικοινωνικότητες (antikoinonikótites) |
Usually in the singular.
Related terms
[edit]- αντικοινωνικός m (antikoinonikós, “unsociable, antisocial”, adjective)
Further reading
[edit]- αντικοινωνικότητα - Georgakas, Demetrius, 1908-1990 (1960-2009) A Modern Greek-English Dictionary [MGED online, 2009. letter α only (abbreviations)], Centre for the Greek language
- αντικοινωνικότητα, in Λεξικό της κοινής νεοελληνικής [Dictionary of Standard Modern Greek], Triantafyllidis Foundation, 1998 at the Centre for the Greek language