Jump to content

αντικοινωνικότητα

From Wiktionary, the free dictionary

Greek

[edit]

Pronunciation

[edit]
  • IPA(key): /an.di.ci.no.niˈko.ti.ta/
  • Hyphenation: α‧ντι‧κοι‧νω‧νι‧κό‧τη‧τα

Noun

[edit]

αντικοινωνικότητα (antikoinonikótitaf (plural αντικοινωνικότητες) usually in the singular

  1. unsociability

Declension

[edit]
Declension of αντικοινωνικότητα
singular plural
nominative αντικοινωνικότητα (antikoinonikótita) αντικοινωνικότητες (antikoinonikótites)
genitive αντικοινωνικότητας (antikoinonikótitas) αντικοινωνικοτήτων (antikoinonikotíton)
accusative αντικοινωνικότητα (antikoinonikótita) αντικοινωνικότητες (antikoinonikótites)
vocative αντικοινωνικότητα (antikoinonikótita) αντικοινωνικότητες (antikoinonikótites)

Usually in the singular.

[edit]

Further reading

[edit]