αντικειμενοποιώ
Appearance
Greek
[edit]Verb
[edit]αντικειμενοποιώ • (antikeimenopoió) (past αντικειμενοποίησα, passive αντικειμενοποιούμαι, ppp αντικειμενοποιημένος)
Conjugation
[edit]This verb needs an inflection-table template.
Related terms
[edit]- see: αντικείμενο n (antikeímeno, “object”)